- λουδίτης
- οσυν. στον πληθ. οι λουδίτεςμέλη οργανωμένων ομίλων χειροτεχνών τής Αγγλίας τού 19ου αιώνα, οι οποίοι κατέστρεφαν τις υφαντουργικές μηχανές, γιατί τούς αντικαθιστούσαν κατά μεγάλους αριθμούς στις εργασίες τους, με αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση τής ανεργίας στον κλάδο τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. luddites < όν. τού Ned Ludd].
Dictionary of Greek. 2013.